- γρατσουνίζω
- γρατσ(τζ)ουνίζω, γρατσ(τζ)ούνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
κατακνίζω — (Α) 1. κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω 2. ξύνω δυνατά 3. χαράζω («ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι κατακνίζοντες», Διοκλ.) 4. κεντώ, γρατσουνίζω («κατακνίσω τὸν πόδα», Λουκ.) 5. παθ. κατακνίζομαι είμαι ερεθισμένος («ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι», Αριστοφ … Dictionary of Greek
κατακνώ — κατακνῶ, άω (Α) 1. ξύνω και κόβω σε τεμάχια 2. κεντώ, γρατσουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κνῶ «ξύνω, γρατσουνίζω»] … Dictionary of Greek
περιαμύσσω — αττ. τ. περιαμύττω, Α κάμνω αμυχές σε όλα τα μέρη κάποιου, γρατσουνίζω κάποιον παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀμύσσω «ξεσχίζω, γρατσουνίζω»] … Dictionary of Greek
τσουγγρανίζω — και τσουγκρανίζω και τζουγγρανίζω και τζουγκρανίζω και τσαγ Υρουνίζω και τσαγκρουνίζω και τζαγκουρνίζω και ζουγκρανίζω Ν 1. καθαρίζω με την τσουγγράνα 2. γρατσουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρατσουνίζω / γρατσουνώ] … Dictionary of Greek
zgrepţăna — ZGREPŢĂNÁ, zgreápţăn, vb. I. (pop.) 1. intranz. A zgâria, a râcâi (cu ghearele). ♦ refl. (reg.) A se scărpina. ♦ tranz. A ara la suprafaţă, a zgâria pământul. 2. refl. A se căţăra, agăţându se cu ghearele. ♦ A se agăţa, a se prinde de ceva. – et … Dicționar Român
αγρατζούνιστος — η, ο και αγρατζούνιγος και αγρατσούνιστος και αγρατσούνιγος και αγρατσάνιστος αυτός που δεν γρατζουνίστηκε, αυτός που δεν έπαθε γδαρσίματα, αμυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γρατζουνιστός ή γρατσουνιστός ή γρατσανιστός < γρατζουνίζω ή… … Dictionary of Greek
αδαχώ — ἀδαχῶ ( έω) (Α) ξύνω με τα νύχια μου, γρατσουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *ὀδαχῶ < επίρρ. ὀδὰξ* (= δαγκώνοντας, με τα δόντια), με προληπτική αφομοίωση τού ο προς το α η δασύτητα (χ αντί κ) αναλογική (ρηματ. τύποι σε ξω, ξα μπορεί να ανάγονται σε… … Dictionary of Greek
γρατσουνοβολώ — ( άω) και λόγω ( άω) γρατσουνίζω συνεχώς … Dictionary of Greek
γριτζανίζω — και κριτσανίζω 1. τρώω ξερά πράγματα που τρίζουν, ροκανίζω 2. (για φαγητά) τρίζω κατά τη μάσηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. γρατσουνίζω)] … Dictionary of Greek